-
1 Αθηνα
ион. Ἀθήνη, дор. Ἀθάνα и Ἀθαναία, лак. Ἀσάνα, арх. Ἀθηναία, ион. Ἀθηναίη (ᾰθᾱ) ἥ (тж. Παλλάς - άδος) Афина (любимая дочь Зевса, вечнодевственная богиня наук, искусств и ремесел, победоносной войны и мирного процветания, покровительница Аттики и Афин); ее эпитеты у Hom.γλαυκῶπις «светлоокая» или «совоокая», ἀγελείη и ληῖτις «дарующая добычу», ἐρυσίπτολις «градохранительница», λαοσσόος «возбуждающая народы», πολύβουλος «богатая (мудрыми) советами», ἀτρυτώνη «неукротимая», φθισίμβροτος «губящая смертных (на войне)», Τριτογένεια «рожденная на берегах Тритона»
-
2 Αθήνα
η, Αθήναι αι г. Афины -
3 Συν Αθηνά και χείρα κίνει
• На Бога надейся, а сам не плошай• Афине молись, а сам шевелисьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Συν Αθηνά και χείρα κίνει
-
4 Αθηναα
-
5 Αθηναια
-
6 Αθηνη
-
7 αδαματος
-
8 Αθηναζε
-
9 -ζε
-ζε[из -σ-δε] суффикс, означающий направление по направлению к, вἈθήνα-ζε — в Афины;
θύρα-ζε — в дверь, наружу -
10 Ηθονοη
ἥ Этоноя, «нравственный разум» (вымышленное слово, от которого якобы произошло имя Ἀθηνᾶ) Plat., Γςατωμ. 407 β -
11 θαλλοφορος
ὅ, ἥ таллофор, носящий масличную ветвь ( на празднике Панафиней это поручалось старым афинянам и афинянкам)θαλλοφόρους τῇ Ἀθηνᾷ τοὺς καλοὺς γέροντας ἐκλέγονται Xen. — в таллофоры в честь Афины избираются (самые) красивые старики;
θαλλοφόροι καλούμεθα ирон. Arph. — нас называют таллофорами (т.е. ни на что другое уже негодными стариками) -
12 καθιεροω
ион. κᾰτῑρόω1) посвящать, приносить в дар, жертвовать (богам)(τέν οὐσίην Her.; τῷ θεῷ τι Plat.; ἑαυτοὺς τῷ δαίμονι Plut.)
τῇ Ἀθηνᾷ κ. εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας Lys. — пожертвовать на дары Афине 5000 статеров;οἰ καθιερωμένοι τῷ Διΐ Sext. — посвятившие себя Зевсу, т.е. жрецы Зевса2) делать священным, объявлять незыблемым, освящать(τέν φήμην, τὸ νόμιμον Plat.)
-
13 κορυφαγενης
-
14 οσχοφορια
или ὠσχοφόρια τά осхофории (шествие одетых в женское платье юношей с виноградными ветвями и кистями из храма Вакха в храм Ἀθηνᾶ Σκιράς во время афинского празднества Σκίρα) Plut. -
15 παγκρατης
21) всевластный, всемогущий(Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.)
2) победоносный(φονεύς τινος Aesch.)
3) всепобеждающий, овладевающий всем(χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.)
-
16 παρακατατιθεμαι
1) отдавать на хранение(τινί τι Her., Plat.)
2) поручать (охране), вверять(τοὺς παῖδας τοῖς διδασκάλοις Aeschin.; τέν πόλιν τῇ Ἀθηνᾷ Plut.)
3) выставлять, подвергатьτὰ σώματα π. διακινδυνεύειν Aeschin. — рисковать жизнью
-
17 προμαχος
I21) сражающийся впередиἈθηνᾶ Πρόμαχος Anth. — Афина-воительница;
πρόμαχον δόρυ Soph. — боевое копье2) сражающийся в защитуπ. πόλεως Aesch. — сражающийся за (родной) город
IIὅ передовой боец Plut. -
18 προνοια
ион. προνοίη ἥ1) предвидение(τοῦ πεπρωμένου Aesch.)
2) предусмотрительность, осмотрительностьπρόνοιαν θέσθαι Soph. — проявить благоразумие
3) намерение, умыселἐκ προνοίας Her., Lys., Arst. — (пред)намеренно, с умыслом
4) попечение, забота(πρόνοιαν ἔχειν или ἴσχειν τινός Thuc., Arst., περί τινος Soph. и ὑπέρ τινος Polyb. или πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος Dem., NT.)
ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριέων Thuc. — благодаря заботам (= мероприятиям) эретрийцев5) провидение(π. τοῦ θεοῦ Soph.; πρόνοιαι θεῶν Plat.)
-
19 Σκιρα
(ῐ) τά скиры ( праздник в честь Ἀθηνᾶ Σκιράς - ср. σκίρον - в месяце Πυανεψιών) Arph. -
20 φιλοτεχνεω
1) заниматься искусством(τὸ οἴκημα, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. Ἥφαιστος καὴ Ἀθηνᾶ Plat.)
2) искусно действоватьφ. περί τι Plut. — искусно использовать что-л.;
κινεῖν τὸν ἀκροατέν φιλοτεχνῶν Plut. — умеющий искусно волновать аудиторию;ἀμωσγέπως στρέφεσθαι καὴ φ. Plut. — всячески изворачиваться и стараться;πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. — ловко устроенный для какой-л. цели;ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ποιῆσαι Diod. — они ухитрились развести множество рыбы
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθηνά — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες … Dictionary of Greek
Αθηνά της Άρκτου — Πολεμικό πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη, ναυαρχίδα του στόλου του από τον Απρίλιο του 1789 έως τον Απρίλιο του 1790. Το πλοίο αγοράστηκε το 1788 από τους Έλληνες της Τεργέστης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Κύπρου, Συρίας, Αιγύπτου, Καρπάθου, Δυρραχίου … Dictionary of Greek