-
1 παγκρατης
21) всевластный, всемогущий(Ζεύς Aesch., Soph.; Ἀπόλλων Eur.; κόρα, sc. Ἀθηνᾶ Arph.; ἕδραι, sc. Διός Aesch.)
2) победоносный(φονεύς τινος Aesch.)
3) всепобеждающий, овладевающий всем(χρόνος, ὕπνος, τὸ σέλας Soph.)
См. также в других словарях:
θεοκρατής — θεοκρατής, ές (Α) αυτός που υπερισχύει με θεϊκή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ κρατής, παγ κρατής] … Dictionary of Greek
χειροκρατησία — ἡ, Α βίαιη σύλληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατησία (< κρατής < κράτος), πρβλ. παγ κρατησία] … Dictionary of Greek