-
1 αθετήσει
ἀθέτησιςa setting aside: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀθετήσεϊ, ἀθέτησιςa setting aside: fem dat sg (epic)ἀθέτησιςa setting aside: fem dat sg (attic ionic)ἀθετέωset at naught: aor subj act 3rd sg (epic)ἀθετέωset at naught: fut ind mid 2nd sgἀθετέωset at naught: fut ind act 3rd sgἀ̱θετήσει, ἀθετέωset at naught: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱θετήσει, ἀθετέωset at naught: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 ἀθετήσει
ἀθέτησιςa setting aside: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀθετήσεϊ, ἀθέτησιςa setting aside: fem dat sg (epic)ἀθέτησιςa setting aside: fem dat sg (attic ionic)ἀθετέωset at naught: aor subj act 3rd sg (epic)ἀθετέωset at naught: fut ind mid 2nd sgἀθετέωset at naught: fut ind act 3rd sgἀ̱θετήσει, ἀθετέωset at naught: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱θετήσει, ἀθετέωset at naught: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀθετήσει — ἀθέτησις a setting aside fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀθετήσεϊ , ἀθέτησις a setting aside fem dat sg (epic) ἀθέτησις a setting aside fem dat sg (attic ionic) ἀθετέω set at naught aor subj act 3rd sg (epic) ἀθετέω set at naught fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъвьржениѥ — ОТЪВЬРЖЕНИ|Ѥ (69), ˫А с. 1.Отвергание, отказ: по острижени же мт҃ре своѥ˫а и по ѿврьжении вс˫ако˫а мирьскы˫а печали. ЖФП XII, 33в; не на отъвьржениѥ. ли възбранѥниѥ ап(с)льскыихъ проѹзаконѥныихъ нъ съпасениѥ и на лѹчьшеѥ спѣшениѥ людьмъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναιρέσιμος — η, ο 1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος 2. αυτός που μπορεί να τόν αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος 3. αυτός που μπορεί να τόν αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναπάρνητος — η, ο [απαρνούμαι] αυτός, τον οποίο δεν απαρνείται ή δεν μπορεί να απαρνηθεί κανείς, ή αυτός που δεν πρέπει κάποιος να τόν αθετήσει … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
παραβατός — ή, ό / παραβατός, ή, όν, Α και ποιητ. τ. παρβατός, ΝΜΑ [παραβαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραβεί, να αθετήσει, να παραβιάσει («κράτος δ , ὅτῳ κράτος μέλει, παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει», Σοφ.) … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Κυδίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Καταγόταν από την Αθήνα και είχε ευγενική καταγωγή. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ερωτευμένος μαζί της ο Aκόντιος, ένας νέος από την Κέα· οι δύο νέοι έτυχε κάποτε να βρεθούν στη γιορτή της Άρτεμης στη Δήλο … Dictionary of Greek