-
1 αθερώδες
ἀθερώδηςbearded like ears of corn: masc /fem voc sgἀθερώδηςbearded like ears of corn: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀθερῶδες
ἀθερώδηςbearded like ears of corn: masc /fem voc sgἀθερώδηςbearded like ears of corn: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀθερῶδες — ἀθερώδης bearded like ears of corn masc/fem voc sg ἀθερώδης bearded like ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερανιίδες — (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το… … Dictionary of Greek