Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀθερίνη

См. также в других словарях:

  • ἀθερίνη — smelt fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθερίνη — η (Α ἀθερίνη, η και ἀθερῖνος, ο) βλ. αθερίνα …   Dictionary of Greek

  • αθερίνη — η και αθερίνα, η και αθερινός, ο μικρό θαλασσινό ψάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθερινῶν — ἀθερίνη smelt fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερίναις — ἀθερίνη smelt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερίνην — ἀθερίνη smelt fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερίνης — ἀθερίνη smelt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθερινίδες — (atherinidae). Οικογένεια ψαριών, μερικά είδη της οποίας είναι κοινότατα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Με την ονομασία αθερίνη χαρακτήριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μικρά ψάρια και κυρίως τη μαρίδα. Οι α. είναι γενικά μικρά ψάρια και ζουν… …   Dictionary of Greek

  • Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… …   Dictionary of Greek

  • ἀθερίνα — ἀθερίνᾱ , ἀθερίνη smelt fem nom/voc/acc dual ἀθερίνᾱ , ἀθερίνη smelt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθερίνας — ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem acc pl ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»