Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθερίνας

См. также в других словарях:

  • ἀθερίνας — ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem acc pl ἀθερίνᾱς , ἀθερίνη smelt fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθερινιό — το και ιά, η και ιός, ο [αθερίνα] λεπτό δίχτυ για το ψάρεμα τής αθερίνας και γενικά μικρών ψαριών, αθερινόδιχτο …   Dictionary of Greek

  • αθερινόψυχος — η, ο κυριολ. αυτός που έχει ψυχή μικρή σαν τής αθερίνας, δηλ. μικρόψυχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθερίνα + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • θερίνα — η ζωολ. κοινή ονομασία τής αθερίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αθερίνα] …   Dictionary of Greek

  • μεμβράς — μεμβράς, άδος, ἡ (Α) είδος μικρής άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. προέρχεται από τον τ. βεμβράς* «είδος άφυας, αθερίνας», με ανομοιωτική τροπή τού β σε μ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»