-
1 αθεράπευτος
-
2 ἀθεράπευτος
-
3 αθεραπευτος
21) оставленный без ухода, заброшенный(σῶμα Plut.)
οὐδὲν ἀθεράπευτον ἐᾶν Xen. — заботиться обо всем, вникать во все2) неряшливо одетый Plut.3) неизлечимый (sc. πόνος Luc.) -
4 αθεράπευτος
η, ο [ος, ον]1) неизлеченный, неисцелённый; 2) неизлечимый, неисцелимый -
5 ἀθεράπευτος
ἀθεράπ-ευτος, ον,A uncared for, of things, X.Mem.2.4.3; of persons, D.H.3.22; of faults, neglected, not treated, Phld.Lib.p.39 O.; τὸ ἀ. neglect of one's personal appearance, Luc.Pisc.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθεράπευτος
-
6 αθεράπευτος
onulmaz, iyileşmez -
7 αθεραπεύτως
-
8 ἀθεραπεύτως
-
9 αθεράπευτον
ἀθεράπευτοςuncared for: masc /fem acc sgἀθεράπευτοςuncared for: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀθεράπευτον
ἀθεράπευτοςuncared for: masc /fem acc sgἀθεράπευτοςuncared for: neut nom /voc /acc sg -
11 ανεπισκεπτος
2оставленный без надзора или внимания(ἀθεράπευτος καὴ ἀ. Xen.)
ἀ. ἦν αὐτοῖς Polyb. — они не обращали на него внимания -
12 αθεραπεύτοις
-
13 ἀθεραπεύτοις
-
14 αθεραπεύτου
-
15 ἀθεραπεύτου
-
16 αθεραπεύτους
-
17 ἀθεραπεύτους
-
18 αθεραπεύτω
-
19 ἀθεραπεύτῳ
-
20 αθεραπεύτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀθεράπευτος — uncared for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε θεραπεύτηκε ή δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος: Η αρρώστια αυτή είναι αθεράπευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθεραπεύτως — ἀθεράπευτος uncared for adverbial ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεράπευτον — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc sg ἀθεράπευτος uncared for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτοις — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτου — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτους — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτων — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεραπεύτῳ — ἀθεράπευτος uncared for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεράπευτα — ἀθεράπευτος uncared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)