-
1 αθεμελίωτος
-
2 ἀθεμελίωτος
-
3 ἀθεμελίωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθεμελίωτος
-
4 αθεμελίωτον
-
5 ἀθεμελίωτον
-
6 ἀτερμάτιστος
II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτερμάτιστος
См. также в других словарях:
ἀθεμελίωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους … Dictionary of Greek
αθεμελίωτος, -η — ο και αθεμέλιωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει θεμέλια ή δε θεμελιώθηκε: Την παράγκα την πήρε ο αέρας, γιατί ήταν αθεμελίωτη. 2. αυτός που δε στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή λογικές αρχές, αβάσιμος: Η θεωρία αυτή είναι ελκυστική, αλλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθεμελίωτον — ἀθεμελίωτος masc/fem acc sg ἀθεμελίωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαθρος — ἄβαθρος, ον (Μ) [βάθρον] ο δίχως θεμελίωση, αθεμελίωτος … Dictionary of Greek
άρριζος — η, ο (AM ἄρριζος, ον) αυτός που δεν έχει ρίζες νεοελλ. (για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του αρχ. μσν. ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος μσν. εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ριζος… … Dictionary of Greek
αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος … Dictionary of Greek
αθέμελος — η, ο [θεμέλιο] ο αθεμελίωτος … Dictionary of Greek
απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος … Dictionary of Greek
ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος … Dictionary of Greek
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek