Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀθεμελίωτος

См. также в других словарях:

  • ἀθεμελίωτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …   Dictionary of Greek

  • αθεμελίωτος, -η — ο και αθεμέλιωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει θεμέλια ή δε θεμελιώθηκε: Την παράγκα την πήρε ο αέρας, γιατί ήταν αθεμελίωτη. 2. αυτός που δε στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή λογικές αρχές, αβάσιμος: Η θεωρία αυτή είναι ελκυστική, αλλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθεμελίωτον — ἀθεμελίωτος masc/fem acc sg ἀθεμελίωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβαθρος — ἄβαθρος, ον (Μ) [βάθρον] ο δίχως θεμελίωση, αθεμελίωτος …   Dictionary of Greek

  • άρριζος — η, ο (AM ἄρριζος, ον) αυτός που δεν έχει ρίζες νεοελλ. (για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του αρχ. μσν. ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος μσν. εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ριζος… …   Dictionary of Greek

  • αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος …   Dictionary of Greek

  • αθέμελος — η, ο [θεμέλιο] ο αθεμελίωτος …   Dictionary of Greek

  • απαραμύθητος — ἀπαραμύθητος, ον (AM) [παραμυθούμαι] ο απαρηγόρητος αρχ. 1. ο αδυσώπητος 2. ο αδιόρθωτος 3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος 4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος …   Dictionary of Greek

  • ασυνηγόρητος — η, ο (AM ἀσυνηγόρητος, ον) [συνηγορώ] αυτός που δεν έχει συνήγορο, που είναι ανυπεράσπιστος αρχ. μσν. αθεμελίωτος, αστήριχτος …   Dictionary of Greek

  • ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»