-
1 αθεει
См. также в других словарях:
αθεεί — ἀθεεί επίρρ. (Α) [θεός] δίχως τη βοήθεια τού θεού … Dictionary of Greek
ἀθεεί — without the aid of God indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ει — (Α) ρηματικό επίθημα που γράφεται μετά από φωνήεν ή υγρό σύμφωνο ή ξ ή ψ («ἀθεεί, ἀμαχεί, ἀνωνυμεί») … Dictionary of Greek
ατεχνής — ἀτεχνής, ές (Α) Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος. 2. αδέξιος II. επίρρ. ἀτεχνῶς 1. απλώς 2. πραγματικά, ακριβώς 3. με ειλικρίνεια 4. ανεπιτήδευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α στερ. + τέχνη επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος*. Ο τονισμός του επιρρήματος,… … Dictionary of Greek
αυτοβοεί — αὐτοβοεί επίρρ. (Α) 1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν») 2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + βοή, με επιρρ. κατάλ. εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)] … Dictionary of Greek