Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀθαύμαστος

См. также в других словарях:

  • αθαύμαστος — αθαύμαστος, η, ο και αθάμαστος, η, ο και αθάμαχτος, η, ο 1. αυτός που δε θαυμάζει: Καθόταν κι έβλεπε αθαύμαστος. 2. αυτός που δεν τον θαυμάζουν: Αν πετύχαινε κι αυτή τη φορά, έλπιζε πως δε θα μενε αθαύμαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθαύμαστος — not wondering at masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ἀθαυμάστως — ἀθαύμαστος not wondering at adverbial ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστον — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc sg ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστου — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστους — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστῳ — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστα — ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστοι — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαυμαστί — ἀθαυμαστί επίρρ. (Α) [ἀθαύμαστος] κατά το λεξικό Σούδα «χωρὶς θαύματα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»