-
1 αθαυμαστος
-
2 αθαύμαστος
ος, ον не вызывающий удивления, восхищения -
3 αθάμαστος
αθάμαχτος, η, ο см. αθαύμαστος
См. также в других словарях:
αθαύμαστος — αθαύμαστος, η, ο και αθάμαστος, η, ο και αθάμαχτος, η, ο 1. αυτός που δε θαυμάζει: Καθόταν κι έβλεπε αθαύμαστος. 2. αυτός που δεν τον θαυμάζουν: Αν πετύχαινε κι αυτή τη φορά, έλπιζε πως δε θα μενε αθαύμαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθαύμαστος — not wondering at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ἀθαυμάστως — ἀθαύμαστος not wondering at adverbial ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστον — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc sg ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστου — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστους — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστῳ — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστα — ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστοι — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαυμαστί — ἀθαυμαστί επίρρ. (Α) [ἀθαύμαστος] κατά το λεξικό Σούδα «χωρὶς θαύματα» … Dictionary of Greek