Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀθαμβής

См. также в других словарях:

  • αθαμβής — ἀθαμβής, ές (Α) [θάμβος] αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, ατάραχος, ακλόνητος …   Dictionary of Greek

  • ἀθαμβής — fearless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαμβῆ — ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀθαμβής fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀθαμβής fearless masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαμβεῖ — ἀθαμβής fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀθαμβής fearless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαμβέα — ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθαμβής fearless masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαμβές — ἀθαμβής fearless masc/fem voc sg ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαμβέες — ἀθαμβής fearless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»