-
1 αθαμβης
См. также в других словарях:
αθαμβής — ἀθαμβής, ές (Α) [θάμβος] αυτός που δεν θαμπώνεται από κάτι, ατάραχος, ακλόνητος … Dictionary of Greek
ἀθαμβής — fearless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαμβῆ — ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀθαμβής fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀθαμβής fearless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαμβεῖ — ἀθαμβής fearless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀθαμβής fearless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαμβέα — ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀθαμβής fearless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαμβές — ἀθαμβής fearless masc/fem voc sg ἀθαμβής fearless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαμβέες — ἀθαμβής fearless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek