-
1 αηδονίς
-
2 ἀηδονίς
-
3 ἀηδονίς
-
4 αηδονις
-
5 ἀηδονίς
ἀηδονίς, Nachtigall; von einer Dichterin -
6 ἀηδονίς
A = ἀηδών, nightingale, E.Rh. 550 (lyr.), Call.Lav.Pall. 94, Theoc.8.38; Μουσάων ἀηδονίς, of a poet, AP7.414 (Noss.); of a girl, IG14.1942.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδονίς
-
7 παιδ-ολέτωρ
παιδ-ολέτωρ, ορος, ὁ u. ἡ, = παιδολετήρ; ἔρις, Aesch. Spt. 708; ἀηδονίς, Eur. Rhes. 549, vgl. Med. 1393.
-
8 ἀδονίς
-
9 μελοποιος
-
10 παιδολετωρ
-
11 αδονίδες
-
12 ἀδονίδες
-
13 αηδονίδα
-
14 ἀηδονίδα
-
15 αηδονίδες
-
16 ἀηδονίδες
-
17 αηδονίδος
-
18 ἀηδονίδος
-
19 αηδονίδων
-
20 ἀηδονίδων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αηδονίς — ἀηδονὶς ( ίδος), η (Α) [ἀηδών] το αηδόνι* … Dictionary of Greek
ἀηδονίς — nightingale fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδα — ἀηδονίς nightingale fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδες — ἀηδονίς nightingale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδος — ἀηδονίς nightingale fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδων — ἀηδονίς nightingale fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίσι — ἀηδονίς nightingale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίσιν — ἀηδονίς nightingale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
ἀδονίδες — ἀ̱δονίδες , ἀηδονίς nightingale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)