-
1 αζηλώτους
-
2 ἀζηλώτους
См. также в других словарях:
ἀζηλώτους — ἀζήλωτος not to be envied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αζηλώτους
2 ἀζηλώτους
ἀζηλώτους — ἀζήλωτος not to be envied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)