-
1 αζαλέης
ἀζαλέαdry: fem gen sg (epic ionic)ἀζαλέοςdry: fem gen sg (epic ionic)——————ἀζαλέαdry: fem dat pl (epic ionic)ἀζαλέοςdry: fem dat pl (epic ionic) -
2 ἀζαλέης
Βλ. λ. αζαλέης -
3 ἀζαλέῃς
Βλ. λ. αζαλέης
См. также в других словарях:
ἀζαλέης — ἀζαλέα dry fem gen sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζαλέῃς — ἀζαλέα dry fem dat pl (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek