Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀζαλέῃς

См. также в других словарях:

  • ἀζαλέης — ἀζαλέα dry fem gen sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέῃς — ἀζαλέα dry fem dat pl (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»