-
1 αζαλέον
-
2 ἀζαλέον
-
3 αζαλεος
См. также в других словарях:
ἀζαλέον — ἀζαλέος dry masc acc sg ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αζαλέον
2 ἀζαλέον
3 αζαλεος
ἀζαλέον — ἀζαλέος dry masc acc sg ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)