Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀείλαλος

См. также в других словарях:

  • αείλαλος — ἀείλαλος, ον (Μ) αυτός που διαρκώς μιλάει, φλυαρεί ακατάπαυστα, λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάλος < λαλῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀείλαλος — ever babbling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀείλαλον — ἀείλαλος ever babbling masc/fem acc sg ἀείλαλος ever babbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OBLIQUARE visus — apud Statium Achill. l. 1. v. 323. de Achille, Mulcetur, laetumque rubet, visusque superbos Obliquat amoris indicium. Unde vetus Schol. Cum heroicum, inquit, et virile ante contueretur; nunc obliquatô visu, remittit austeritatem et assensum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»