-
1 ἀεθλεύω
-
2 ἀεθλεύω
-
3 ἀθλεύω
См. также в других словарях:
ἀεθλεύω — ἀθλεύω contend for a prize pres subj act 1st sg (epic ionic) ἀθλεύω contend for a prize pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναθλεύω — και συναεθλεύω Μ μετέχω από κοινού με άλλον στον ίδιο αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθλεύω / ἀεθλεύω «αγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek