-
1 αετώδες
ἀ̱ετῶδες, ἀετώδηςeagle-like: masc /fem voc sgἀ̱ετῶδες, ἀετώδηςeagle-like: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀετῶδες
ἀ̱ετῶδες, ἀετώδηςeagle-like: masc /fem voc sgἀ̱ετῶδες, ἀετώδηςeagle-like: neut nom /voc /acc sg -
3 αετωδης
См. также в других словарях:
ἀετῶδες — ἀ̱ετῶδες , ἀετώδης eagle like masc/fem voc sg ἀ̱ετῶδες , ἀετώδης eagle like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αετώδης — ες (Α ἀετώδης) [ἀετός] ο όμοιος με αετό, αετόμορφος αρχ. φρ. «ἀετῶδες βλέπω», βλέπω τόσο καλά όσο ο αετός, έχω δυνατή όραση … Dictionary of Greek