Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀετώδης

См. также в других словарях:

  • ἀετώδης — ἀ̱ετώδης , ἀετώδης eagle like masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀ̱ετώδης , ἀετώδης eagle like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱ετώδης , ἀετώδης eagle like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετώδης — ες (Α ἀετώδης) [ἀετός] ο όμοιος με αετό, αετόμορφος αρχ. φρ. «ἀετῶδες βλέπω», βλέπω τόσο καλά όσο ο αετός, έχω δυνατή όραση …   Dictionary of Greek

  • ἀετώδη — ἀ̱ετώδη , ἀετώδης eagle like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀ̱ετώδη , ἀετώδης eagle like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀ̱ετώδη , ἀετώδης eagle like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετῶδες — ἀ̱ετῶδες , ἀετώδης eagle like masc/fem voc sg ἀ̱ετῶδες , ἀετώδης eagle like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετώδεις — ἀ̱ετώδεις , ἀετώδης eagle like masc/fem acc pl ἀ̱ετώδεις , ἀετώδης eagle like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • ἀετωδῶν — ἀ̱ετωδῶν , ἀετώδης eagle like masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετώδους — ἀ̱ετώδους , ἀετώδης eagle like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»