-
1 ἀτμός
Grammatical information: m.Meaning: `steam, vapour, odour' (A.),Other forms: ἀτμή f. `id.' (Hes.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Contracted from ἀετμός, cf. ἀετμόν τὸ πνεῦμα, ἄετμα φλόξ H.? Compared with ἄ(Ϝ)ελλα (q. v.) \< *ἄϜε-λ-ι̯ᾰ (Chantr. Form. 136) and ἄημι; further with ἀυτμή (q. v.), but the `ablaut' is unexplained. Chantr. points to the difference in meaning with ἄημι. Diff. Solmsen Unt. 271f. - Not to Skt. ātmán- `soul', OHG. ātum `breath' (\< * h₁eh₁tm-). Cf. Bq.Page in Frisk: 1,179-180Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀτμός
См. также в других словарях:
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
αϋτμή — ἀϋτμή, η (Α) 1. πνοή, αναπνοή 2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά 3. άρωμα, ευωδιά 4. οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο λόγω της μορφής και της σημασίας με… … Dictionary of Greek
au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… … Proto-Indo-European etymological dictionary