Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀερόφοιτος

См. также в других словарях:

  • αερόφοιτος — ἀερόφοιτος, ον (Α) αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + φοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀερόφοιτος — roaming in air masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεροφοίτοις — ἀερόφοιτος roaming in air masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεροφοίτων — ἀερόφοιτος roaming in air masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροφοίτας — ἀεροφοίτας, ο (Α) ο αερόφοιτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»