-
1 ἀερσί-πους
ἀερσί-πους, οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.
-
2 ἀερσίπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερσίπους
-
3 ἀερσίπους
ἀερσί-πους, die Füße hebend, trabend -
4 αερσιπους
стяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый(ἵπποι Hom., HH.)
-
5 ἀερσίπος
ἀερσί-πος (ἀϝείρω, πούς): high-stepping; epith. of horses, cf. Il. 23.501.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀερσίπος
См. также в других словарях:
κλείπους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῡ καλουμένου γείσους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει (απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + πούς (< πούς), πρβλ. αερσί πους, καμψί πους)] … Dictionary of Greek
αερσίπους — ἀερσίπους, ουν (Α) αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] … Dictionary of Greek
αερσιπόδης — ἀερσιπόδης, ο (Α) ο αερσίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] … Dictionary of Greek