-
1 ἀερσί-πορος
ἀερσί-πορος, hoch hinausgehend, ῥέεϑρον Nonn. D. 1, 285.
-
2 ἀερσίπορος
См. также в других словарях:
αερσιπόρος — ἀερσιπόρος, ον (Α) αυτός που προχωρεί ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + πόρος < πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω)] … Dictionary of Greek