-
1 ἀερο-μαχία
ἀερο-μαχία, ἡ, Luftkampf, Luc. ver. hist. 1, 18.
-
2 ἀερομαχία
ἀερο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερομαχία
-
3 ἀερομαχία
ἀερο-μαχία, Luftkampf, Kampf in der Luft -
4 αερομαχια
См. также в других словарях:
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek