-
1 αεργός
-
2 ἀεργός
-
3 ἀεργός
-ός,-όν A 0-0-0-3-0=3 Prv 13,4; 15,19; 19,15idle Prv 13,4; not working, idle Prv 19,15 Cf. SHIPP 1979, 44 -
4 ἀεργός
ἀεργ-ός, όν,A not working, idle, Il.9.320, Od. 19.27, Hes.Op. 303, Theoc.28.15, etc.; opp. ἐνεργός, Hp. de Arte II: c. gen., not working out, not doing,ἔργων αἰσχρῶν ἀπαθὴς καὶ ἀ. Thgn.1177
:—of things, inert, Aret.SD1.9. Adv.- γῶς PFlor.295.5
(vi A. D.).II [voice] Act., debilitating, codd.— [dialect] Att. [full] ἀργός, q.v. -
5 ἀεργός
ἀ-εργός: slothful, idle, lazy.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεργός
-
6 αεργόν
-
7 ἀεργόν
-
8 αεργότατον
-
9 ἀεργότατον
-
10 αεργοίς
-
11 ἀεργοῖς
-
12 αεργού
-
13 ἀεργοῦ
-
14 αεργοί
-
15 ἀεργοί
-
16 αεργούς
-
17 ἀεργούς
-
18 αεργώ
-
19 ἀεργῷ
-
20 αεργών
ἀεργήςFr..masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)ἀεργόςnot working: masc /fem /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀεργός — not working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
άεργος — η, ο αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά (βλ. και άνεργος):Όσο τον θυμότανε πάντα άεργος ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀεργόν — ἀεργός not working masc/fem acc sg ἀεργός not working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργότατον — ἀεργός not working masc acc superl sg ἀεργός not working neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοῖς — ἀεργός not working masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοί — ἀεργός not working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργοῦ — ἀεργός not working masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργούς — ἀεργός not working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεργά — ἀεργός not working neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)