-
1 ἀεξίβιος
ἀεξί-βιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεξίβιος
-
2 ἀεξίβιος
См. также в других словарях:
αεξίβιος — ἀεξίβιος, ον (Α) αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια τής ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + βίος] … Dictionary of Greek