-
1 αελπτίης
-
2 ἀελπτίης
-
3 ἀελπτία
ἀελπ-τία, ἡ,A an unlooked for event, ἐξ ἀελπτίης unexpectedly, Archil.54; unexpected stroke, Pi.P.12.31 [where [pron. full] ῑ].Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀελπτία
См. также в других словарях:
ἀελπτίης — ἀελπτία an unlooked for event fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αελπτία — ἀελπτία, η (Α) [ἄελπτος] 1. ανέλπιστο, απροσδόκητο γεγονός και ειδικότερα απρόσμενο πλήγμα, συμφορά 2. (επίρρ. φρ.) «ἐξ ἀελπτίης», εξ απροόπτου, απροσδόκητα, ανέλπιστα … Dictionary of Greek