-
1 ἀελλάδες
ἀελλάδες, ἵπποι, dasselbe, Soph. O. C. 463, wo die mss. ἀελλόποδες haben; die VLL. führen auch ἀελλάδες φωναί aus Soph. frg. 614 an, etwa wie das hom. ἔπεα πτερόεντα.
-
2 ἀελλάδες
ἀελλαῖος, ἀελλάδες, ἀελλήεις, sturmschnell -
3 ἀελλό-πος
ἀελλό-πος, = ελλόπους, sturmfüßig, Hom. dreimal, ὦρτο δὲ 'Ιρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα Iliad. 8, 409. 24, 77. 159; – ἵπποι Pind. N. 1, 6, δίφροι P. 4, 18, s. ἀελλάδες; κοῦραι Eur. Hel. 1314; ἀελλοπόδεσσιν h. Ven. 218; πόϑων ( amorum) ἀελλοπόδων Philod. 24 (X, 21); Nonn. ἀέλλοπος, ον.
-
4 ἀελλαῖος
ἀελλαῖος, ἀελλάδες, ἀελλήεις, sturmschnell -
5 ἀελλήεις
ἀελλαῖος, ἀελλάδες, ἀελλήεις, sturmschnell
См. также в других словарях:
ἀελλάδες — ἀελλάς storm swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)