Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀει-φόρος

См. также в других словарях:

  • αειφόρος — ἀειφόρος, ον (Α) λ. αμφίβολη στα Αποσπ. τού Σοφ. 580 κατά τον Ησύχιο, «ἀειθαλής». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»