-
1 ἀει-φλεγής
ἀει-φλεγής, ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
-
2 ἀειφλεγής
-
3 αειφλεγης
См. также в других словарях:
αειφλεγής — ἀειφλεγής, ές (Α) αυτός που πάντοτε φλέγεται, που βγάζει συνεχώς φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φλεγὴς < φλέγω] … Dictionary of Greek