Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀει-σέβαστος

См. также в других словарях:

  • αεισέβαστος — ἀεισέβαστος, ον (AM) ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση τού λατ. semper Augustus) η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • πανσέβαστος — ον, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβαστός (πρβλ. αει σέβαστος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»