-
1 αειγενης
См. также в других словарях:
αειγενής — ἀειγενής, ές (Α) 1. αιώνιος, αθάνατος 2. ο διαρκώς γεννώμενος ή αναγεννώμενος, που γεννιέται ξανά και ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
1 αειγενης
αειγενής — ἀειγενής, ές (Α) 1. αιώνιος, αθάνατος 2. ο διαρκώς γεννώμενος ή αναγεννώμενος, που γεννιέται ξανά και ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενής < γένος] … Dictionary of Greek