Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀειχρόνιος

См. также в других словарях:

  • αειχρόνιος — ἀειχρόνιος, ον (Μ) αιώνιος, διαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χρόνος] …   Dictionary of Greek

  • ἀειχρόνιον — ἀειχρόνιος everlasting masc/fem acc sg ἀειχρόνιος everlasting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»