-
1 αειχρονιος
См. также в других словарях:
αειχρόνιος — ἀειχρόνιος, ον (Μ) αιώνιος, διαρκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χρόνος] … Dictionary of Greek
ἀειχρόνιον — ἀειχρόνιος everlasting masc/fem acc sg ἀειχρόνιος everlasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek