-
1 αειφυγίαις
-
2 ἀειφυγίαις
См. также в других словарях:
ἀειφυγίαις — ἀειφυγία exile for life fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αειφυγίαις
2 ἀειφυγίαις
ἀειφυγίαις — ἀειφυγία exile for life fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)