-
1 ἀείζωος
A ever-living, everlasting,πῦρ ἀείζωον Heraclit. 30
, Nic.Al. 174;ἀείζως γενεά S.Fr. 740
; ἀείζων πένθος ib. 741;ἀείζως θεός CIG4598
(Palaest.), BGU 1247 (ii A. D.); οἱ ἀείζωοι the immortals, Call.Iamb.1.265;ἀειζώου ψυχᾶς Melanipp.6
,IG14.2241 ([place name] Italy): metaph.,ἄχθος ἀείζων A.Supp. 988
:—dist. fr. ἀίδιος, Corp.Herm. 8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείζωος
См. также в других словарях:
αείζωος — ἀείζωος, ον και συνηρ. ζως, ων (AM) αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος αρχ. 1. (για φυτά) αειθαλής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum) ἀείζωον … Dictionary of Greek