-
1 ἀεί-νως
-
2 ἀέ-ναος
ἀέ-ναος ( ἀείναος, vgl. ἀείνως), nicht ἀένναος, wie Herm. zu Eur. Ion 117 dargethan; die widerstrebenden Dichterstellen, Eur. Ion 1083, Eryc. 13 (VII, 36) u. Theocr. 22, 37 sind jetzt geändert; Pind. P. 6, 4 ὀμφα-λὸν ἀένναον προςοιχόμενος ist bedenklich, da der Schol. εἰς ναόν gelesen zu haben scheint; – stets fließend, κρήνη Hes. O. 595; ποταμοί 737, wie Aesch. Suppl. 548; Her. 1, 145; Plat. Phaed. 3 d; νεφέλαι Ar. Nub. 276; κύματα Ran. 1305; immerwährend, πῦρ Pind. P. 1, 6; τιμή OI. 14, 12; τράπεζαι N. 11, 8; Διὸς κράτος Eur. Or. 1291; οὐσία Plat. Legg. XII, 966 e; Xen. An. u. Sp., bes. Anth. – Cempar.; bei Xen. Cyr. 4, 2, 44 ist ἀεναώτερον zu schreiben für ἀεναότερον, denn das zweite α ist überall kurz.
См. также в других словарях:
αείναος — ἀείναος, ον και συνηρ. ἀείνως, ων (Α) ο αέναος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νάω (= ρέω)] … Dictionary of Greek
ἀείναος — ἀ̱είναος , ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg ἀείναος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάω — ἀείναος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀείναος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰέναον — ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάοις — ἀείναος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάου — ἀείναος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰενάῳ — ἀείναος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
ἀείναον — ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing masc/fem acc sg ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc sg ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αείνως — ἀείνως, ων (Α) συνηρημένος τύπος τού αείναος βλ. αέναος … Dictionary of Greek