Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀείναος

См. также в других словарях:

  • αείναος — ἀείναος, ον και συνηρ. ἀείνως, ων (Α) ο αέναος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νάω (= ρέω)] …   Dictionary of Greek

  • ἀείναος — ἀ̱είναος , ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg ἀείναος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰενάω — ἀείναος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀείναος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰέναον — ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰενάοις — ἀείναος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰενάου — ἀείναος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰενάῳ — ἀείναος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • ἀείναον — ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing masc/fem acc sg ἀ̱είναον , ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc sg ἀείναος masc/fem acc sg ἀείναος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αείνως — ἀείνως, ων (Α) συνηρημένος τύπος τού αείναος βλ. αέναος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»