-
1 Αδα
Ἄδᾱ, Ἄδαfem nom /voc /acc dualἌδαfem nom /voc sg——————Ἄδαι, Ἄδαfem nom /voc plἌδᾱͅ, Ἄδαfem dat sg (doric aeolic) -
2 άδα
ᾅδᾱ, ᾅδηςao: masc nom /voc /acc dualᾅδᾱ, ᾅδηςao: masc gen sg (doric aeolic)——————ᾅδᾱͅ, ᾅδηςao: masc dat sg (doric aeolic) -
3 Αδα
ἡ Ада (дочь Гекатомна и сестра Мавсола, царица Карии с 344 г. по 340 г. до н.э.) Plut. -
4 άδα
ἅδᾱ, ἅδοςsatiety: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
5 ἅδα
ἅδᾱ, ἅδοςsatiety: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
6 Ἄδα
Βλ. λ. Αδα -
7 Ἄδᾳ
Βλ. λ. Αδα -
8 ᾅδα
Βλ. λ. άδα -
9 ᾅδᾳ
Βλ. λ. άδα -
10 ἀδα-λεσχικός
ἀδα-λεσχικός, ή, όν, schwatzhaft, Plat. Soph. 225 d.
-
11 σπιλ(ι)άδα
[-άς (-άδος)] η внезапный порыв ветра -
12 σπιλ(ι)άδα
[-άς (-άδος)] η внезапный порыв ветра -
13 ἀδαημονία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδαημονία
-
14 ἀδαήμων
ἀδᾰ-ήμων, ον,A unknowing, ignorant, c. gen.,μάχης ἀδαήμονι φωτί Il.5.634
;κακῶν ἀδαήμονες Od.12.208
;ἀ. τῶνἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι Hdt.8.65
, cf. MatroParod.Fr.6, Hierocl. in CA4p.425M.: abs., Ps.-Phoc.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδαήμων
-
15 ἀδαής
ἀδᾰ-ής, ές, ([etym.] Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;Aβουνομίας -έστερος Pi.Pae.4
27;ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph. 827
(lyr.): c. inf., unknowing how to.., ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc. κήρ) ib. 1167 (lyr.);οὐκ ἀ. APl.4.84
: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. -
16 ἀδάητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδάητος
-
17 Αδας
-
18 ωδ'
Ἄδα, Ἄδαfem nom /voc sgἌδαι, Ἄδαfem nom /voc plἌδᾱͅ, Ἄδαfem dat sg (doric aeolic)——————ὀδέ, οὐδός 1threshold: masc voc sg (attic)——————ὧδε, ὧδεin this wise: indeclform (adverb) -
19 Ώδα
-
20 Ὦδα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄδα — Ἄδᾱ , Ἄδα fem nom/voc/acc dual Ἄδα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδα — ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc nom/voc/acc dual ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άδα — ἅδᾱ , ἅδος satiety neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδᾳ — ᾅδᾱͅ , ᾅδης ao masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
Ἄδᾳ — Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδα — (ada). Ονομασία γένους μονοκότυλων φυτών της οικογένειας των ορχεϊδών, που περιλαμβάνει δύο μόνο είδη, ιθαγενή των Κολομβιανών Άνδεων. Είναι φυτά ποώδη, με μακρουλούς ψευτοβολβούς και άνθη που εμφανίζονται στην κορυφή ενός άφυλλου στελέχους. Από… … Dictionary of Greek
Άδα — (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Ὦδ' — Ἄδα , Ἄδα fem nom/voc sg Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄδας — Ἄδᾱς , Ἄδα fem acc pl Ἄδᾱς , Ἄδα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)