-
1 αδόξαστον
-
2 ἀδόξαστον
См. также в других словарях:
ἀδόξαστον — ἀδόξαστος unexpected masc/fem acc sg ἀδόξαστος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδόξαστος — η, ο (Α ἀδόξαστος, ον) [δοξάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστος ο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται) 3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν… … Dictionary of Greek