Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδίκιον

См. также в других словарях:

  • αδίκιον — ἀδίκιον, το (Α) [ἄδικος] αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • ἀδίκιον — malversation neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκιον , ἀδικέω to be imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱δίκιον , ἀδικέω to be imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀδικέω to be imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀδικέω to be imperf ind act 1st sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίου — ἀδίκιον malversation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκια — ἀδίκιον malversation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»