-
1 ἀδήμων
-
2 ἀδήμων
-
3 ἀδημονέω
ἀδημονέω (s. ἀδήμων), betroffen sein (VLL. ἀμηχανεῖν), Plat. neben ἀπορῶ, τῇ ἀτοπίᾳ τοῠ πάϑους, Phaedr. 251 d; ὑπὸ ἀηϑείας Theaet. 175 d; dah. τὰς ψυχὰς ἀδημονεῖν, betroffen und in Angst sein ( Suid. λίαν λυπεῖσϑαι), Xen. Hell. 4, 4, 3; vgl. Dem. 19, 197; oft Plut. (Buttm. Lexil. 2, 137, mir ist unheimlich). Davon
См. также в других словарях:
αδήμων — ἀδήμων ( όνος), ον (Α) αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ] … Dictionary of Greek
ἀδήμων — ἄδημος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek