Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀδέσποτος

См. также в других словарях:

  • ἀδέσποτος — without master masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek

  • αδέσποτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αφεντικό, κύριο: Ο σκύλος αυτός φαίνεται πως ήταν αδέσποτος. 2. άγνωστης προέλευσης: Σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδεσπότω — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότως — ἀδέσποτος without master adverbial ἀδέσποτος without master masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέσποτον — ἀδέσποτος without master masc/fem acc sg ἀδέσποτος without master neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότοις — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότου — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότους — ἀδέσποτος without master masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότων — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέσποτα — ἀδέσποτος without master neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»