-
1 αδέσμοις
-
2 ἀδέσμοις
См. также в других словарях:
ἀδέσμοις — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αδέσμοις
2 ἀδέσμοις
ἀδέσμοις — ἄδεσμος unfettered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)