Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδάπανος

См. также в других словарях:

  • ἀδάπανος — without expense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • αδάπανος — η, ο αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, ανέξοδος: Η επιχείρηση δυστυχώς δεν ήταν αδάπανη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδαπανώτατον — ἀδάπανος without expense masc acc superl sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπάνως — ἀδάπανος without expense adverbial ἀδάπανος without expense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανον — ἀδάπανος without expense masc/fem acc sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπανώτατος — ἀδάπανος without expense masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπανώτερα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαπάνου — ἀδάπανος without expense masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδάπανε — ἀδάπανος without expense masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»