-
1 αδάπανος
-
2 ἀδάπανος
-
3 αδαπανος
21) не сопряженный с расходами, ничего не стоящий, даровой(γλυκέα Arph.)
τῶν κόσμων ἀδαπανώτατος Plut. — самое дешевое из всех украшений2) не расходующий, не расточительный, бережливыйἀ. τῶν χρημάτων Arst. — не любящий тратить деньги
-
4 ἀδάπανος
ἀδάπᾰνος, ον,A without expense, costing nothing,γλυκέα κἀδάπανα Ar. Pax 593
, cf. Telesp 7.8 H., D.S.10Fr.12. Adv. ἀδαπάνως, τέρέψαι φρένα E Or.1176, cf. Phld.Rh.2.133 S. (prob.).II of persons, not spending,ἀ. χρημάτων εἰς τὸ δέον Arist. VV 1251b7
;ἀ. καταστῆσαι τὸ κοινόν Michel 1007.33
([place name] Teos), cf. Inscr.Prien. 111.133 (i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδάπανος
-
5 ἀδάπανος
ἀδάπανος, ον (Aristoph., Pax 593; Teles 7, 8 al.; Michel 1006, 21=CIG 3065 [II B.C.] ἀδάπανον τὴν συμμορίαν καθιστάνει) free of charge typical of many Greco-Roman benefactors (Danker, Benefactor 332–36) ἵνα ἀ. θήσω τὸ εὐαγγέλιον that I might offer the gospel free of charge 1 Cor 9:18.—DELG s.v. δάπτω. M-M. -
6 ἀδάπανος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδάπανος
-
7 αδάπανος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδάπανος
-
8 αδάπανος
η, ο [ος, ον ] не требующий расходов;αδάπανη επιχείρηση — предприятие, не требующее больших затрат
-
9 ἀδάπανος
безвозмездный, бесплатный, даром.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδάπανος
-
10 ἀδάπανος
ἀ-δάπανος, nichts kostend, wohlfeil; ohne Aufwand, unentgeltlich -
11 αδάπανος
harcamasız, masrafsız -
12 αδαπανώτατον
ἀδάπανοςwithout expense: masc acc superl sgἀδάπανοςwithout expense: neut nom /voc /acc superl sg -
13 ἀδαπανώτατον
ἀδάπανοςwithout expense: masc acc superl sgἀδάπανοςwithout expense: neut nom /voc /acc superl sg -
14 αδαπάνως
-
15 ἀδαπάνως
-
16 αδάπανον
-
17 ἀδάπανον
-
18 καδαπανώτατα
ἀδαπανώτατα, ἀδάπανοςwithout expense: adverbial superlἀδαπανώτατα, ἀδάπανοςwithout expense: neut nom /voc /acc superl pl -
19 κἀδαπανώτατα
ἀδαπανώτατα, ἀδάπανοςwithout expense: adverbial superlἀδαπανώτατα, ἀδάπανοςwithout expense: neut nom /voc /acc superl pl -
20 αδαπανώτατος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδάπανος — without expense masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάπανος — η, ο (Α ἀδάπανος, ον) [δαπάνη] 1. αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, που δεν κοστίζει πολλά, ανέξοδος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν δαπανά 3. αυτός που αποφεύγει τη δαπάνη … Dictionary of Greek
αδάπανος — η, ο αυτός που δεν απαιτεί δαπάνη, ανέξοδος: Η επιχείρηση δυστυχώς δεν ήταν αδάπανη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδαπανώτατον — ἀδάπανος without expense masc acc superl sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπάνως — ἀδάπανος without expense adverbial ἀδάπανος without expense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανον — ἀδάπανος without expense masc/fem acc sg ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπανώτατος — ἀδάπανος without expense masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπανώτερα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαπάνου — ἀδάπανος without expense masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανα — ἀδάπανος without expense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάπανε — ἀδάπανος without expense masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)