-
1 αδάμαστος
-
2 ἀδάμαστος
-
3 αδαμαστος
-
4 αδάμαστος
η, ο [ος, ον ]1) непокорный; непреклонный; непреоборимый; 2) неприручённый, дикий; 3) необузданный; неукротимый;αδάμαστη ενεργητικότητα — неукротимая энергия
-
5 αδάμαστος
I.[ζώο]ungezähmtII.[θέληση]unbändig -
6 αδάμαστος
[адамастос] εκ. неукротимый, необузданный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδάμαστος
-
7 ἀδάμαστος
-ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 4 Mc 15,13; Sir 30,8unsubdued 4 Mc 15,13; untamed, unbroken Sir 30,8 -
8 αδάμαστος
[адамастос] επ неукротимый, необузданный. -
9 ἀδάμαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδάμαστος
-
10 ἀδάμαστος
ἀ-δάμαστος ( δαμάζω): not to be prevailed over, i. e. ‘inexorable,’ Ἀίδης, Il. 9.158†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδάμαστος
-
11 ἀδάμαστος
ἀ-δάμαστος, ungebändigt; unerbittlich; unbezwinglich -
12 αδάμαστος
uslanmaz, terbiye edilemez -
13 αδαμάστως
-
14 ἀδαμάστως
-
15 αδάμασθ'
ἀδάμαστα, ἀδάμαστοςunsubdued: neut nom /voc /acc plἀδάμαστε, ἀδάμαστοςunsubdued: masc /fem voc sg -
16 ἀδάμασθ'
ἀδάμαστα, ἀδάμαστοςunsubdued: neut nom /voc /acc plἀδάμαστε, ἀδάμαστοςunsubdued: masc /fem voc sg -
17 αδάμαστ'
ἀδάμαστα, ἀδάμαστοςunsubdued: neut nom /voc /acc plἀδάμαστε, ἀδάμαστοςunsubdued: masc /fem voc sg -
18 ἀδάμαστ'
ἀδάμαστα, ἀδάμαστοςunsubdued: neut nom /voc /acc plἀδάμαστε, ἀδάμαστοςunsubdued: masc /fem voc sg -
19 αδάμαστον
-
20 ἀδάμαστον
См. также в других словарях:
ἀδάμαστος — unsubdued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδάμαστος — η, ο (Α ἀδάμαστος, ον) 1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος 2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαμάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί] … Dictionary of Greek
αδάμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν (η)μερώθηκε, άγριος: Σε ορισμένες περιοχές της Γης υπάρχουν ακόμη αδάμαστα άλογα. 2. άκαμπτος, ακέραιος: Τον διακρίνει αδάμαστη θέληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδαμάστως — ἀδάμαστος unsubdued adverbial ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάμαστον — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc sg ἀδάμαστος unsubdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάστοις — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάστου — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάστους — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάστων — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδαμάστῳ — ἀδάμαστος unsubdued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδάμαστα — ἀδάμαστος unsubdued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)