-
1 αδυνατώτατον
-
2 ἀδυνατώτατον
См. также в других словарях:
ἀδυνατώτατον — ἀδύνατος unable masc acc superl sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αδυνατώτατον
2 ἀδυνατώτατον
ἀδυνατώτατον — ἀδύνατος unable masc acc superl sg ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)