-
1 ἀδυνασία
ἀδῠνᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδυνασία
См. также в других словарях:
αδυνατία — και τιά, η [αδύνατος] έλλειψη δυνάμεως, σωματική ατονία, αδυναμία … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek