Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδράνη

  • 1 αδρανή

    ἀδρανής
    impotent: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > αδρανή

  • 2 ἀδρανῆ

    ἀδρανής
    impotent: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem acc sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > ἀδρανῆ

  • 3 αδράνη

    ἀ̱δράνη, ἀδρανέω
    to be weak: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀδρανέω
    to be weak: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀδρανέω
    to be weak: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αδράνη

  • 4 ἀδράνη

    ἀ̱δράνη, ἀδρανέω
    to be weak: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀδρανέω
    to be weak: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    ἀδρανέω
    to be weak: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀδράνη

  • 5 αδρανή

    durgun, hareketsiz

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > αδρανή

См. также в других словарях:

  • ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδράνη — ἀ̱δράνη , ἀδρανέω to be weak imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδρανέω to be weak pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδρανέω to be weak imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρανή αέρια — Βλ. λ. αέρια ευγενή …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αδρανοποιώ — κάνω κάποιον (ή κάτι) αδρανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρανής + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • απόθεμα — Η ποσότητα προϊόντων που φυλάσσεται στις αποθήκες μιας εμπορικής επιχείρησης και προορίζεται για την αγορά. Περιλαμβάνει τα τελικά προϊόντα διάθεσης, τα ημικατεργασμένα προϊόντα και τις πρώτες και βοηθητικές ύλες. Ενδέχεται τα προϊόντα αυτά (ή… …   Dictionary of Greek

  • αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… …   Dictionary of Greek

  • γένεση — η (AM γένεσις) 1. γέννηση, δημιουργία εκ του μηδενός 2. το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης αρχ. μσν. εποχή, γενιά νεοελλ. 1. η αναπαραγωγή* 2. φρ. «αυτόματη γένεση ή αυτογένεση» η θεωρία τής προέλευσης τών ζώντων οργανισμών από αδρανή ύλη μσν.… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»