-
1 αδράν
-
2 ἁδράν
-
3 ἀδρανατικός
A, ἅλμη D.P.92
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανατικός
-
4 ἀδράνεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδράνεια
-
5 ἀδρανανικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανανικός
-
6 ἀδράνεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδράνεος
-
7 ἀδρανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανέω
-
8 ἀδρανής
A impotent, feeble, AP9.359 (Posidipp.), Plu.2.373d, etc.;τὸ -έστατον ταῖς χερσίν LXX Wi.13.19
;τὴν χεῖρα ἀ. Philostr.
V A3.39;- έστατοι ζῴων Babr.25.3
; non-efficient, i.e. unreal, Simp. in Ph. 533.19, 815.24; of nations, Arr.Epict.3.7.13: [comp] Comp., less efficacious, Dsc.3.110.2 deprived of its strength, useless, of iron, Plu.Lyc.9, Lys.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανής
-
9 ἀδρανίζομαι
A = ἀδρανέω, Sch.Arat.471, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδρανίζομαι
-
10 Ἀδρίας
A the Adriatic, Hdt.5.9, etc.:— Adj. [full] Ἀδρι-ᾱνός, ή, όν, A.Fr.71, also [suff] ἀδραν-ηνός,κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς E.Hipp. 736
(lyr.): later, [suff] ἀδραν-ακός, νέκταρ, of Italian wine, called Adriatic because imported through Corcyra, AP6.257 (Antiphil.):
См. также в других словарях:
ἁδράν — ἁδρά̱ν , ἁδρός thick fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] … Dictionary of Greek