Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδρανεῖ

См. также в других словарях:

  • ἀδρανεῖ — ἀδρανέω to be weak pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀδρανέω to be weak pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀδρανής impotent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάργητος — η, ο (Α ἀκατάργητος, ον) [καταργῶ] αυτός που δεν έχει καταργηθεί ή δεν μπορεί να καταργηθεί αρχ. εκείνος που δεν αδρανεί ποτέ, ο ακάματος …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»