Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀδρανεῖς

  • 1 αδρανείς

    ἀδρανέω
    to be weak: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem acc pl
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem nom /voc pl (attic epic)

    Morphologia Graeca > αδρανείς

  • 2 ἀδρανεῖς

    ἀδρανέω
    to be weak: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem acc pl
    ἀδρανής
    impotent: masc /fem nom /voc pl (attic epic)

    Morphologia Graeca > ἀδρανεῖς

См. также в других словарях:

  • ἀδρανεῖς — ἀδρανέω to be weak pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc pl ἀδρανής impotent masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμονοκονιώσεις — Πνευμονικά νοσήματα που οφείλονται στην εισπνοή σκόνης. Στις κυψελίδες του πνεύμονα συγκρατούνται τα στερεά σωματίδια που έχουν διάμετρο μεταξύ 0,5 και 1 μικρού ή μικρότερη των 0,2 του μικρού· όταν αυτά τα σωματίδια ξεπεράσουν το τοίχωμα των… …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • αραιωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί αραίωση 2. χημ. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) αραιωτικά, τα αδρανείς ουσίες που προστίθενται σε άλλες ουσίες ή διαλύματα με σκοπό να αυξήσουν τον όγκο των τελευταίων και να ελαττώσουν έτσι την περιεκτικότητά τους ανά… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρες — Χαρακτηριστικές οργανικές ενώσεις οι οποίες αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Οι α. προέρχονται από τις αλκοόλες με την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου με μια αλκυλική ρίζα: R–ΟΗ+R–ΟΗ ↔ R–Ο–R+Η2Ο Μπορεί να είναι απλοί ή σύνθετοι …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»